αδιακήρυκτος

αδιακήρυκτος
η , ο [ος , ον ], αδιακήρυχτος, η , ο непровозглашённый, необъявленный; необнародованный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αδιακήρυκτος" в других словарях:

  • αδιακήρυκτος — η, ο [διακηρύσσω] αυτός που δεν διακηρύχτηκε, δεν ανακοινώθηκε με διακήρυξη, δεν προαναγγέλθηκε δημοσία, δεν γνωστοποιήθηκε …   Dictionary of Greek

  • αδιακήρυκτος — η, ο αγνωστοποίητος: Ως τη στιγμή της σύγκρουσης οι προθέσεις των αντιπάλων έμεναν αδιακήρυκτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»